2 Ιουν 2013

Περικλής Παναγόπουλος: «Οι μνήμες της απαγωγής δεν θα σβήσουν ποτέ»

Αναδημοσίευση
από το Πρώτο ΘΕΜΑ
Θεωρείται από όλους ο «πατριάρχης» της ελληνικής επιβατηγού ναυτιλίας. Η ζωή του θυμίζει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Ανθρωπος απλός, πολύ σοβαρός, δίκαιος και με ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ, άνοιξε τον θαλάσσιο δρόμο της Ελλάδας προς την Ευρώπη. 

Ο Περικλής Παναγόπουλος δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται στο επίκεντρο κάνοντας ένα συγκλονιστικό πέρασμα από τον κόσμο της ναυτιλίας, ενώ αντιμετώπισε τις εξαιρετικά δύσκολες και πρωτόγνωρες ημέρες της ομηρίας του με ψυχραιμία, στωικότητα και μεγαλοψυχία. Ολα άρχισαν μια χειμωνιάτικη Κυριακή. Ηταν 29 Δεκεμβρίου 1935. Προπολεμικά, σε έναν μαιευτικό θάλαμο της Κλινικής Θεοφιλάκη στα Πατήσια, στην πλατεία Κολιάτσου, σε ένα γωνιακό κτίριο της οδού Πάτμου, ιδιοκτησίας του Δήμου Αθηναίων, πρωτοάνοιξε τα μάτια του στο φως του ήλιου ο Περικλής. Στην πρώτη επαφή του βρέφους με τον κόσμο φαίνεται πως τη ματιά του αιχμαλώτισε ένα γιορτινό καραβάκι, σύμβολο της χριστουγεννιάτικης Ελλάδας, που πρέπει τότε να στόλιζε το μαιευτήριο.

Τη μυθιστορηματική ζωή του Ελληνα εφοπλιστή αποτυπώνει ανάγλυφα η Εύα Αρβανίτη-Μιχαλοπούλου στο βιβλίο με τίτλο «Περικλής Παναγόπουλος: Βίος και Ναυτιλία». Στις 512 σελίδες του παρασύρεσαι και, αν ξεχαστείς, νομίζεις πως διαβάζεις σενάριο χολιγουντιανής ταινίας και όχι τη ζωή ενός κορυφαίου Ελληνα εφοπλιστή και επιχειρηματία.
Ο πατέρας του Περικλή, Σταύρος Παναγόπουλος, καταγόταν από τον Νόμο Μεσσηνίας. Το Πλατύ ήταν η γενέτειρά του. Γεννήθηκε το 1890 όταν το χωριό λεγόταν ακόμα Μπάστα, ενώ μετονομάστηκε Πλατύ μετά το 1927. Το όνειρο της Αμερικής συνεπήρε και τον πατέρα του Περικλή μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες του, σε ηλικία 17 ετών. Μόλις ορθοπόδησε οικονομικά, ο Σταύρος ξεγλίστρησε επιτήδεια από το δίχτυ της ξενιτιάς και επέστρεψε στην Ελλάδα. Πάνω που έστρωσε σε φυσιολογικούς ρυθμούς τη νέα του ζωή, πάνω που έστησε μια καλή ξενοδοχειακή επιχείρηση στην Αθήνα, ο γάμος του με τη Δαρεία θα τελειώσει άδοξα. Ο απροσδόκητος θάνατος της συζύγου του τον άφησε χήρο και με βαρύ πένθος σε ηλικία μόλις 40 χρόνων με δύο μικρά αγόρια: τον Λυκούργο και τον Νίκο. Τότε ήταν που μπήκε στη ζωή του η μητέρα του Περικλή. Σύντομα η Ειρήνη έγινε η δεύτερη σύζυγος του Σταύρου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 1935. Ο πατέρας του Περικλή Παναγόπουλου, όμως, το καλοκαίρι του 1942, έπεσε θύμα των Γερμανών στο ξενοδοχείο του, όπου τον χτύπησαν ανελέητα. Αιμόφυρτο τον μετέφεραν στο σπίτι του, όπου πέθανε λίγους μήνες αργότερα.

Η Ελβετία

Ο Ευγένιος Ευγενίδης, συγγενής της γιαγιάς του Περικλή, διαμέσου της αδελφής του Μαριάνθης Σίμου, έκανε την εξαιρετική πρόταση στη μητέρα του και τον ίδιο, να πάνε στην Ελβετία, όπου ο Περικλής θα συνέχιζε τις σπουδές του. Συνάντησε τον θείο Ευγένιο για πρώτη φορά το 1949. Ο Περικλής Παναγόπουλος θυμάται: «Μεγάλωσα μέσα σε μια εφοπλιστική οικογένεια. Ημουν ο φτωχός συγγενής μιας πλούσιας οικογένειας, του Ευγένιου Ευγενίδη. Ο άνθρωπος αυτός και η αδελφή του δεν απέκτησαν παιδιά κι έψαχναν να βρουν τη συνέχεια για τις επιχειρήσεις τους. Ο Ευγενίδης υπήρξε πανέξυπνος άνθρωπος με ορίζοντα και ενόραση σπάνια». 

Μετά το σοκ από τον ξαφνικό θάνατο του Ευγενίδη η ζωή του Περικλή για μία ακόμη φορά δέχτηκε ισχυρό πλήγμα. Βρέθηκε μετέωρος και πιεσμένος από τις υποχρεώσεις, δίχως ξεκάθαρο προσανατολισμό. Το γραφείο του Ευγενίδη τον έστειλε στη Γένοβα. Τους πρώτους μήνες δούλευε στο λογιστήριο μέχρι τα μεσάνυχτα χωρίς σταματημό. Δούλεψε κάπου ενάμιση χρόνο.

Μόλις ολοκλήρωσε το στρατιωτικό του στην Ελλάδα -υπηρέτησε στο 502ο Τάγμα Πεζικού όπου τον είχαν καταγράψει ως αγράμματο παρότι γνώριζε τέσσερις γλώσσες-, επέστρεψε στη Γένοβα όπου τον περίμενε η κοπέλα με τον οποία είχε συνάψει δεσμό. Η Μπρούνα, μια πολύ ωραία Ιταλίδα, που έμελλε στη συνέχεια να γίνει σύζυγος του Περικλή και μητέρα των παιδιών του Αλέξανδρου και της Ειρήνης. Παντρεύτηκαν το 1962 μετά την επιστροφή του Περικλή από το Παρίσι. Κουμπάρος ήταν ο Νίκος Βερνίκος-Ευγενίδης. Τον Νοέμβριο του 1964, ο Περικλής Παναγόπουλος με την οικογένειά του επέστρεψαν στην Ιταλία. Βρήκε δουλειά στην εταιρεία του Ευγενίδη η οποία κατασκεύαζε στα ναυπηγεία Μονφαλκόνε κοντά στην Τεργέστη ένα υπερωκεάνιο, το «Oceanic». 

Μετά την παράδοση του πλοίου ο Περικλής παραιτήθηκε, αφού θεώρησε ότι είχε κάνει τον κύκλο του. Εμεινε άνεργος με δική του επιλογή, έχοντας μια οικογένεια να θρέψει. «Δεν φοβήθηκα ποτέ και τίποτα στη ζωή μου», συνήθιζε να λέει. Μια μέρα, προχωρώντας στον δρόμο, βαρύς και κατηφής ακούει πίσω του να τον φωνάζουν με το χαϊδευτικό του όνομα: «Λάκη, Λάκη, Λάκη». Γυρίζει και βλέπει τον επιχειρηματία Μπάμπο (Χαράλαμπος) Κιοσέογλου. Ηταν ένας κοσμοπολίτης, πολύ καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος και με σπάνια μόρφωση. «Οσα και να πεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο είναι λίγα», υπογραμμίζει ο Περικλής. Ο Μπάμπος ήταν από τα παιδιά που ο Ευγενίδης είχε προωθήσει επαγγελματικά λόγω της φιλίας του με τον πατέρα και τη μητέρα του. «Δέχτηκα την πρόταση Κιοσέογλου διότι θα μου έδινε τη δυνατότητα ύστερα από 15 χρόνια ξενιτιάς να επανέλθω στην πατρίδα μου και να δώσω συγχρόνως μια καθαρή εθνική ταυτότητα στο παιδί μου την Ειρήνη, η οποία γεννημένη στο Λονδίνο και από Ιταλίδα μητέρα είχε πολλαπλές πολιτισμικές επιρροές», αφηγείται ο Περικλής Παναγόπουλος. Το 1971 αισθάνθηκε αρκετά δυνατός για να κάνει το επόμενο μεγάλο άλμα. «Εκείνο που έκανα το 1971-1972 ήταν να πηδήξω από την Ακρόπολη και να πέσω στα μαλακά και όρθιος», λέει ο ίδιος. Η παραγγελία του πρώτου πλοίου του αφορούσε ένα κρουαζιερόπλοιο το οποίο θα κατασκευαζόταν για λογαριασμό της Royal Cruise Line στη Δανία. Το Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 1974 καταγράφηκε ως ιστορική ημέρα για τον Περικλή Παναγόπουλο, καθώς δρομολογήθηκε ο πρώτος απόπλους του πρώτου του πλοίου. Το νεότευκτο «Golden Odyssey», το πρώτο ελληνικό κρουαζιερόπλοιο που χτίστηκε εξαρχής, απέπλευσε για το παρθενικό του ταξίδι. Ο Περικλής καθισμένος στο μπαρ του πλοίου άκουσε έναν Αμερικανό να λέει: «Ω! Πολύ όμορφο, πολύ όμορφο!». Ακούγοντάς τον ξέσπασε από τη χαρά του: «Ε, από κει και πέρα... βγήκα στο κατάστρωμα με την αναχώρηση του πλοίου και πέταξα το παντελόνι μου στη θάλασσα, το οποίο εν τω μεταξύ είχε τρυπήσει στα γόνατα από τη φθορά της επίβλεψης στα ναυπηγεία», διηγείται ο Περικλής Παναγόπουλος. Με τη στήριξη των τραπεζών προχώρησε στην επέκταση του στόλου του. Απέκτησε το 1980 το πλοίο «Doric», ναυπηγημένο το 1964 από τη Home Lines του ομίλου Ευγενίδη. Το μετονόμασε σε «Royal Odyssey». Το 1985 αποφάσισε τη ναυπήγηση δύο νέων πλοίων και το 1988 παρελήφθη το ένα: το «Crown Odyssey». Το 1989 αιφνιδίασε τους πάντες αφού αποφάσισε και πούλησε την εταιρεία του στη νορβηγική Norwegian Cruise Line της οικογένειας Κλόστερ. Στο μεταξύ, προς το τέλος του 1986 παίρνει διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο Μπρούνα, η οποία έφυγε από τη ζωή το Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012. Αμέσως μετά την πώληση της Royal Cruise Line στράφηκε στην ποντοπόρο ναυτιλία και δημιούργησε το 1989 την εταιρεία Magna Marine που διαχειρίζεται πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου. Το 1992 δέχεται πρόταση για να εξαγοράσει την εταιρεία Κυλινδρόμυλοι Αττικής Α.Ε. που ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο. Δεν είχε αντικείμενο αλλά μπορούσε να αποτελέσει όχημα για την εισαγωγή των Επιχειρήσεων Παναγόπουλου στο Χ.Α. Τη μετονόμασε σε Επιχειρήσεις Αττικής Α.Ε. και στη συνέχεια ίδρυσε τη Super Fast Ferries Ναυτιλιακή Α.Ε. Το 1999 αποκτά τη Στρίντζης Ναυτιλιακή A.E., η οποία είχε 11 πλοία, καθώς και μια σειρά παραγγελίες σε ναυπηγεία της Νότιας Κορέας και της Ολλανδίας. Το Οκτώβριο του 2007, ο Περικλής Παναγόπουλος σύνηψε μεγάλη συμφωνία πώλησης της εταιρείας του στη MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου, αποχωρώντας με αυτόν τον τρόπο από τον κλάδο της ακτοπλοΐας. 

Η απαγωγή

«Οι εναγώνιες μνήμες της απαγωγής της ομηρίας αλλά και της απελευθέρωσής μου είναι τέτοιες που δεν θα φύγουν ποτέ από τη συνείδησή μου. Και ας μη θεωρηθεί πως ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα. Υπάρχουν γεγονότα που δεν σβήνονται με τίποτα», λέει ο Περικλής Παναγόπουλος για την απαγωγή και την ομηρία του που κράτησε από τις 12 Ιανουαρίου του 2009 έως τις 20 του ίδιου μήνα. Θυμάται: «Είχε νυχτώσει, βράδυ Δευτέρας 19 Ιανουαρίου, όταν επέστρεψαν οι δύο από τους τρεις αυτουργούς. Ο αρχηγεύων της παρέας μου είπε: "Κύριε Παναγόπουλε, η γυναίκα σας παλικάρι. Ολα πήγαν καλά. Αν και της είπαμε ότι θα σας απελευθερώσουμε μέσα σε 24 ώρες, θα το κάνουμε μέσα στη νύχτα απόψε". Κάποια στιγμή, μέσα στη νύχτα, μου φόρεσαν κουκούλα και με κατέβασαν υποβασταζόμενο τα σκαλοπάτια που είχα ανέβει πριν από επτάμισι ημέρες. Με οδήγησαν σε ένα άλλο πορτμπαγκάζ αυτοκινήτου, όπου ομολογώ, έχοντας ήδη την προηγούμενη εμπειρία, μπήκα και διπλώθηκα σε εμβρυώδη κατάσταση, αρκετά πιο άνετα από την πρώτη φορά. Προτού κλείσουν το πορτμπαγκάζ ο ένας μου λέει: "Κύριε Παναγόπουλε, υπάρχει το ενδεχόμενο να πέσουμε σε κάποιο μπλόκο της Αστυνομίας, οπότε θα πέσει πιστολίδι. Να το ’χετε υπόψη σας".
Σε μια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε κι ένιωσα ότι οι επιβάτες βγήκαν. Τότε ο ένας από αυτός, μάλλον ο νεότερος, μου είπε: "Κύριε Παναγόπουλε, εδώ θα σας αφήσουμε. Θα σας βγάλουμε την κουκούλα, αλλά δεν θα γυρίσετε το κεφάλι ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε πίσω. Θα μετρήσετε μέχρι το 50 και μετά είστε ελεύθερος". Και ο Περικλής Παναγόπουλος συνεχίζει την αφήγηση: «Πρέπει να αναφέρω επίσης πως, όταν μου έβγαλε ο φρουρός την κουκούλα, μου παρέδωσε δύο πράγματα: ένα ήταν το φυλαχτό μου, που είναι και το μόνο ενθύμιο από τον πατέρα μου το οποίο μου το πήραν στην απαγωγή, τους ζήτησα να μου το επιστρέψουν και πράγματι το έκαναν. Το δεύτερο ήταν το πιστόλι άνευ γεμιστήρος που είχαν αφαιρέσει από τον Γιώργο Σαρδέλη (σ.σ.: τον οδηγό του) μέσα σε μία σακούλα νάιλον, διαφανή. Το πιστόλι του Γιώργου ήταν λιγάκι πρόβλημα, διότι η καινούρια φόρμα που μου έδωσαν να φορέσω προτού με βάλουν στο πορτμπαγκάζ είχε στενές τσέπες στο μπουφάν όπου δεν χώραγε το πιστόλι. Γι’ αυτό επιχείρησα να το βάλω στην τσέπη του παντελονιού. Βάζοντάς το, όμως, στην τσέπη του παντελονιού το βάρος του ήταν τέτοιο που το λάστιχο στη μέση μου δεν ήταν ικανό να συγκρατήσει το παντελόνι. Τι να κάνω, πήρα το πιστόλι υπό μάλης και άρχισα να κατεβαίνω το πετρώδες μονοπάτι από το οποίο υποθέτω πως διέφυγε και το όχημα των απαγωγέων».

Πώς γνώρισε την Κατερίνα Παναγοπουλου

Η Κατερίνα Ναυπλιώτη μπαίνει στη ζωή του Περικλή Παναγόπουλου και εκείνος στη δική της το Φεβρουάριο του 1990. Δεκαεπτά χρόνια χωρίζουν ηλικιακά την Κατερίνα από τον Περικλή. Πρωτοσυναντήθηκαν σε μια κοινωνική εκδήλωση σε φιλικό σπίτι. Πολύ σύντομα το μεθεπόμενο βράδυ συναντήθηκαν ξανά σε παρόμοια φιλική ομήγυρη σε ενα κλασικό σπίτι στο κέντρο της Αθήνας. Η κουβέντα που άνοιξαν τότε πήγε πολύ μακρυά. Κράτησε ώρες ατελείωτες, μέρες και νύχτες, μήνες και χρόνια. Μετά τον Σεπτέμβριο του 1997 μετά τις καλοκαιρινές διακοπές και μετά από επτάμιση περιπου χρόνια συμβίωσης παντρεύτηκαν στο γραφικό εκκλισάκι του Αγίου Γεωργίου στο Καβούρι σε μια σεμνή τελετή. Προέρχονταν και οι δύο από ένα διαζύγιο. Η Κατερίνα ένοιωσε ασφάλεια και φροντίδα από την πρώτη ημέρα της σχέσης τους. Δεν διστάσει δε να δηλώσει πως όταν τον γνώρισε, ήταν «ένας πανέμορφος και περιζήτητος άντρας». Φιλομαθής από την φύση της αξιοποιούσε τα πολλά ταξίδια τους, αποκομίζοντας γνώση και εμπειρίες, διαβάζοντας βιβλία, ξέφυλλίζοντας ακόμα και των αεροπορικών εταιρείων ώστε είχε πάντα πολλά φρέσκα θεματα να συζητά με τον Περικλή. Διέθετε δε μια χαρούμενη και αυθόρμητη ενεργεια που την είχε και εκείνος απόλυτη ανάγκη.