Του
Αλέξανδρου Κασιμάτη
Πρώτο ΘΕΜΑ
αναδημοσίευση
Στέλνει μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση αποκρυπτογραφώντας τις κατηγορίες που εκτοξεύουν οι δανειστές για το φορολογικό καθεστώς
Γερμανοί και Ολλανδοί αλλά και άλλοι Βορειοευρωπαίοι, δανειστές μας και μη, εκμεταλλεύονται τη δύσκολη οικονομική συγκυρία που περνά η χώρα για να πλήξουν την ελληνική ναυτιλία. Το μήνυμα αυτό στέλνει προς κάθε κατεύθυνση ο εφοπλιστής Θανάσης Λασκαρίδης, αποκρυπτογραφώντας τις σκοπιμότητες πίσω από τις κατηγορίες που εκτοξεύει ο σκληρός πυρήνας των δανειστών για το φορολογικό καθεστώς που διέπει τη ναυτιλία στην Ελλάδα. Η παρέμβαση Λασκαρίδη έχει ιδιαίτερη σημασία για δύο λόγους. Αφενός προέρχεται από έναν άνθρωπο που σπάνια μιλάει δημόσια, αφετέρου πρόκειται για ένα πρόσωπο που μαζί με τον αδελφό του διευθύνουν από την Αθήνα έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους με διεθνείς δραστηριότητες.Ο κ. Λασκαρίδης ανήκει στη σχολή των εφοπλιστών που η επιχειρηματική ισχύς την οποία διαθέτουν είναι αντιστρόφως ανάλογη της δημόσιας εικόνας τους. Πάγια τακτική του είναι να αποφεύγει τη δημοσιότητα και αυτό ενισχύει τη σημασία της παρέμβασής του, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει το κρίσιμο σημείο όπου έχουν φτάσει τα πράγματα καθώς, όπως λέει, «ακόμη και κάποιος με μέτρια αντίληψη θα καταλάβει τι παίζεται εδώ και ελπίζω να μη γίνουν ενέργειες που θα οδηγήσουν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας εκτός χώρας, χωρίς ταυτόχρονα να εξασφαλίζονται κάποια επιπλέον έσοδα».
Το τελευταίο διάστημα είναι κοινό μυστικό ότι πολλοί μεγάλοι Ελληνες εφοπλιστές ετοιμάζουν εναλλακτικά σχέδια για μεταφορά της έδρας των επιχειρήσεών τους λόγω του κλίματος που έχει δημιουργηθεί για το φορολογικό καθεστώς. «Κανένας από την εφοπλιστική κοινότητα που είναι εγκατεστημένη στην Αθήνα δεν επιθυμεί να μεταφέρει την έδρα των επιχειρήσεών του», λέει ο κ. Λασκαρίδης και διευκρινίζει: «Οχι λόγω του φορολογικού καθεστώτος, αλλά επειδή η Ελλάδα είναι το καλύτερο μέρος του πλανήτη για να ζει κάποιος. Οι εφοπλιστές δεν είμαστε λιγότερο πατριώτες από τους άλλους Ελληνες και τιμούμε την πατρίδα και τις οικογένειές μας, ζώντας όπως κάθε άλλη φυσιολογική ελληνική οικογένεια. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι εφοπλιστές έχουν τη δυνατότητα, αν πιεστούν, να επιδιώξουν να προστατεύσουν την εξαιρετικά ανταγωνιστική ναυτιλιακή δραστηριότητα επιλέγοντας τη μεταφορά σε χώρες με πιο φιλικό φορολογικό καθεστώς. Ολα αυτά βεβαίως είναι θεωρητικές συζητήσεις γιατί μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η νέα κυβέρνηση σχεδιάζει να βλάψει τη μοναδική ελληνική βιομηχανία που έχει παγκόσμιο βεληνεκές. Αλλωστε οι Ελληνες εφοπλιστές είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές της χώρας και η ναυτιλία μαζί με τον τουρισμό είναι οι μοναδικοί σοβαροί επιχειρηματικοί τομείς στους οποίους μπορεί να βασιστεί η χώρα για την ανάκαμψη της οικονομίας. Ωστόσο, όλοι οι εφοπλιστές με μεγάλες επιχειρηματικές ευθύνες έχουν κάνει τα εναλλακτικά τους σχέδια στην περίπτωση συνεχιζόμενων διαταραχών, σχέδια τα οποία όλοι ελπίζουμε να μη χρειαστεί να πραγματοποιηθούν. Αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι τα τελευταία χρόνια αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια ξένων funds έχουν επενδυθεί σε ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες και επομένως τοπικές αλλαγές δεν θα επηρεάσουν μόνο Ελληνες πλοιοκτήτες, αλλά και σημαντικό αριθμό διεθνών funds».
Ηχηρή παρέμβαση από έναν εκ των σημαντικότερων Ελλήνων εφοπλιστών με πολυσχιδή, ισχυρή επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα και το εξωτερικό
Οσον αφορά στον θόρυβο που δημιουργήθηκε για τους Ελληνες εφοπλιστές, ο κ. Λασκαρίδης δεν μασάει τα λόγια του: «Οι πρόσφατες, κυρίως γερμανικές και ολλανδικές, κατηγορίες για την υποτιθέμενη μοναδικότητα του ελληνικού φορολογικού καθεστώτος για τη ναυτιλία αποτελούν κλασικό παράδειγμα των “ξινών σταφυλιών” με την πραγματική έννοια από τον γνωστό μύθο του Αισώπου. Οι Ελληνες τα πηγαίνουν καλύτερα, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί ανταγωνιστές τους στη ναυτιλία εδώ και αρκετές δεκαετίες. Κατά την τρέχουσα, ευάλωτη οικονομικά φάση που περνά η Ελλάδα, ορισμένοι από τους δανειστές μας βλέπουν την κατάλληλη συγκυρία για να αντιστρέψουν αυτό που δήθεν θεωρούν εσφαλμένο στην Ελλάδα - ακόμα κι αν το δικό τους ναυτιλιακό φορολογικό καθεστώς είναι το ίδιο ευεργετικό, αν όχι και περισσότερο από το δικό μας. Ακόμη και κάποιος με μέτρια αντίληψη καταλαβαίνει τι παίζεται εδώ και ελπίζω να μη γίνουν ενέργειες που θα οδηγήσουν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας εκτός χώρας, χωρίς ταυτόχρονα να εξασφαλίζονται κάποια επιπλέον έσοδα».
Μιλώντας για το ελληνικό θαύμα στη ναυτιλία λέει: «Από την εισαγωγή του νόμου 2687/1953 των κυβερνήσεων Μαρκεζίνη - Παπάγου, η ελληνόκτητη ναυτιλία έχει διανύσει μεγάλη απόσταση. Αυτή η συνταγματικά κατοχυρωμένη νομοθεσία αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο αυτής της αξιοσημείωτης επιτυχίας που είχε το μικρό μας έθνος. Αυτό είναι αρκετά γνωστό και εύκολο να πιστοποιηθεί αν κάποιος ρίξει απλώς μια ματιά στα σχετικά νούμερα και τις εξελίξεις του ελληνόκτητου στόλου. Αυτό όμως που είναι λιγότερο γνωστό, ή τουλάχιστον όχι επαρκώς αποσαφηνισμένο, είναι ότι οι μεγαλύτερες επενδύσεις στην Ελλάδα από το 1955 μέχρι σήμερα έγιναν άμεσα ή έμμεσα από ναυτιλιακά κεφάλαια που επαναπατρίστηκαν για να επενδυθούν στη στεριά, κάνοντας μάλιστα πολλές φορές χρήση του ίδιου νομοθετικού διατάγματος. Η λίστα των επενδύσεων με ναυτιλιακά κεφάλαια στην Ελλάδα τα τελευταία 60 χρόνια είναι τεράστια και περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες των βασικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, από διυλιστήρια, ναυπηγεία, τράπεζες και βιομηχανικά συγκροτήματα μέχρι αεροπορικές εταιρείες, τουρισμό, real estate κ.ά. Αυτό το γεγονός απαιτεί περαιτέρω αναγνώριση και βαθύτερη έρευνα, γιατί πολλά ακόμη μπορούν να γίνουν με την επανάληψη αυτής της πρακτικής, ιδιαίτερα σε μια συγκυρία όπου η χώρα έχει χάσει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών. Αν εξετάσει κανείς τη συγκεκριμένη ελληνική εφοπλιστική οικογένεια από το 1995, όταν μεταφέρθηκε από το Λονδίνο στην Αθήνα, θα διαπιστώσει ότι έχει επενδύσει σε ξενοδοχεία, καζίνο, αεροπορικές εταιρείες, real estate, ακτοπλοΐα, επιχειρήσεις λιανικών πωλήσεων κ.ά. Ορισμένες επενδύσεις έγιναν από κοινού με ξένες επιχειρήσεις μεγάλης φήμης, όπως συνέβη με τη Hyatt Regency, ενώ υπάρχουν οι Λάμψα (“Μεγάλη Βρεταννία” - “King George”), Cronus-Aegean, Hellenic Seaways, ΕΛΜΕΚ και άλλες που δημιούργησαν νέες θέσεις εργασίας και ταυτόχρονα διέσωσαν αρκετές χιλιάδες υφιστάμενες θέσεις εργασίας. Μετά από όλα αυτά, όταν διαβάζω ότι οι Ελληνες εφοπλιστές δεν προσφέρουν τίποτα στην τοπική κοινωνία και ταυτόχρονα ανακαλώ στη μνήμη μου τι έχουμε κάνει στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια, αισθάνομαι απολύτως ηλίθιος. Επιπλέον ακόμη και οι συνάδελφοί μου που δεν επενδύουν άμεσα στην Ελλάδα, με δική τους πρωτοβουλία συνεισφέρουν γενναιόδωρα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους που είναι αναμφισβήτητοι».
Και ο κ. Λασκαρίδης συνεχίζει τονίζοντας: «Η κοινωνική και φιλανθρωπική συνεισφορά των Ελλήνων εφοπλιστών είναι εν πολλοίς άγνωστη στο ευρύ κοινό και γι’ αυτό υποτιμάται η σημασία της. Πολλοί από εμάς δεν θέλουν να δημοσιοποιούν τι κάνουν σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι γίνονται πολύ περισσότερα από αυτά που γνωρίζουν οι πολίτες. Οι Ελληνες προτιμούν να διαχειρίζονται οι ίδιοι τα κεφάλαια που προσφέρουν για το κοινό καλό αντί να τα παραχωρούν στο Δημόσιο, όπου πολύ πιθανόν να καταλήξουν για κάλυψη επιπλέον δαπανών. Στην κατεύθυνση αυτή τα βασικά παραδείγματα είναι οι Νιάρχος και Ωνάσης που ήταν πρωτοπόροι στον τρόπο, στους όρους και το μέγεθος της συνεισφοράς. Ωστόσο, δεν αποτελούν τα μοναδικά παραδείγματα ιδιωτικών οργανισμών που έχουν ανάλογη δράση σήμερα στη χώρα μας». Οσον αφορά στη σχέση των εφοπλιστών με τις εκάστοτε κυβερνήσεις ο κ. Λασκαρίδης αναφέρει: «Μια επιπλέον συνεισφορά των Ελλήνων εφοπλιστών η οποία προστίθεται στη χώρα είναι ότι κανείς μας δεν περιμένει τίποτα από το Δημόσιο. Από αυτή την άποψη μπορούμε να διατυπώνουμε ελεύθερα την οπτική μας για τα γεγονότα, χωρίς να αθροιζόμαστε στο κομματικό σύστημα της χώρας και έτσι προσφέρουμε μια σύγχρονη οπτική των παγκόσμιων εξελίξεων σε σχέση με τις αρκετά κουρασμένες και φθαρμένες απόψεις των εγχώριων παραγόντων, που συνήθως στρογγυλοποιούν τα πάντα ώστε να διατηρούν ισορροπίες και να αποφεύγουν την αντιπαράθεση με τα τοπικά συμφέροντα.
Αυτό το στοιχείο της ανεξαρτησίας, που σπάνια έχει αξιοποιηθεί από όλα τα κόμματα, θα μπορούσε να αποτελέσει μια δεξαμενή προτάσεων προς αξιοποίηση από το πολιτικό δυναμικό. Δεν μπορεί κάτι που είναι επιτυχημένο σε παγκόσμια βάση, σταθερά για δεκαετίες και γενιές ολόκληρες, ποτέ να μην έχει ερωτηθεί από το κοινωνικό ή πολιτικό κατεστημένο για τις απόψεις, τις συμβουλές ή τον τρόπο συνεισφοράς που θα βοηθήσει τη χώρα. Είναι πολύ απογοητευτικό. Στην παρούσα αρνητική και κρίσιμη συγκυρία που αντιμετωπίζει όλη η χώρα ανεξαιρέτως, η εφοπλιστική μας κοινότητα περιμένει, θα έλεγα απαιτεί, άμεση υπερκομματική εθνική συνεννόηση και δράση με ταυτόχρονη άμεση εγκατάλειψη των πολυετών μικροπολιτικών και προσωπικών συμφερόντων που ταλανίζουν τη χώρα μας φέρνοντάς τη στο χείλος της καταστροφής.
Συμπερασματικά, χρειάζεται να ανοίξουμε όλες τις αγορές μας, να εξετάσουμε τι έχει δουλέψει, τι έχει αποτύχει και πώς πρέπει να το προσαρμόσουμε ώστε να δουλεύει. Ενα μικρό παράδειγμα: ας εξετάσουμε τον ξενοδοχειακό κλάδο της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης.
Μελετήστε την τελευταία 20ετία και στις δύο πόλεις και πείτε μου ποια εκ των δύο παρουσιάζει μεγαλύτερη επιτυχία στον συγκεκριμένο τομέα. Η Αθήνα απέτυχε γιατί ένας μικρός αριθμός ξενοδόχων με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, οι οποίοι όμως διαθέτουν τις κατάλληλες πολιτικές διασυνδέσεις, επί της ουσίας έκλεισαν την αγορά για το δικό τους προσωπικό κέρδος.
Αυτοί οι άνθρωποι στην καλύτερη περίπτωση κέρδισαν μερικά εκατομμύρια ευρώ και η χώρα, όπως και η πόλη, έχασαν αρκετά δισεκατομμύρια και 20 χρόνια προόδου. Ακριβώς το ίδιο έγινε και με την κρουαζιέρα. Για χάρη μιάμισης -χρεοκοπημένης τελικά- οικογένειας, καθυστερήσαμε το άνοιγμα αυτής της επικερδούς αγοράς για 30 χρόνια. Ενώ το 99,9% των Ελλήνων πλοιοκτητών εξαρτάται από τη θαλασσοπορία και το ελεύθερο εμπόριο για να γίνουν αποδεκτοί από τους εμπορικούς αντισυμβαλλόμενους ανά την υφήλιο, στα πάτρια εδάφη οι κυβερνήσεις μας νομοθέτησαν υπέρ του καμποτάζ. Ημαρτον! Ας μην επεκταθούμε και στα αεροπορικά μας όπου η πεισματική και ανεύθυνη κρατική ενίσχυση-πάρτυ της παλαιάς Ολυμπιακής κόστισε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ στον Ελληνα φορολογούμενο και κατέληξε σε μια απαξιωμένη επαρχιακή εταιρεία με ολίγα ελικοφόρα αεροσκάφη. Συγκρίνετε αυτό το παράδειγμα με εκείνο της Turkish Airlines. Πάλι καλά που δημιουργήθηκε με τα χίλια ζόρια -με το σύνολο των Ελλήνων πολιτικών τότε να εναντιώνονται- η Aegean, για να προσφέρει τουλάχιστον τις απαραίτητες αεροπορικές υπηρεσίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.