23 Απρ 2013

Γιάννης Στουρνάρας: Η ποντοπόρος ναυτιλία είναι «κλάδος πρωταθλητής»






Ως κλάδο πρωταθλητή χαρακτήρισε την ελληνική ναυτιλία ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στη διάρκεια της παρουσίασης μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με  τίτλο «Η συμβολή της Ποντοπόρου Ναυτιλίας στην Ελληνική Οικονομία: Επιδόσεις και Προοπτικές».

«Είναι ένας από τους κλάδους που μπορούν να πρωτοστατήσουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας» προσέθεσε.



Ο Υπουργός Οικονομικών ξεχώρισε τέσσερις διαστάσεις στις οποίες εκτείνεται ο ρόλος της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας.


Πρώτον στην ανάδυση του νέου εξωστρεφούς παραγωγικού προτύπου της χώρας μας. Το ΙΟΒΕ στη μελέτη του αποτυπώνει ποσοτικά την τρέχουσα αλλά και τη δυνητική συμβολή της ποντοπόρου ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία, τόσο σε όρους προστιθέμενης αξίας, όσο και σε όρους απασχόλησης.

Δεύτερον η ελληνόκτητος ποντοπόρος ναυτιλία είναι Ευρωπαϊκής σημασίας: Με δεδομένη την σπουδαιότητα της ναυτιλιακής οικονομίας και του θαλάσσιου εμπορίου για το ενδο-κοινοτικό εμπόριο και τις διεθνείς συναλλαγές της Ευρωπαϊκής Οικονομίας, η θέση της Ελλάδας και η συμμετοχή της στην κοινή αγορά θεωρείται εξαιρετικά σημαντική.  

Τρίτον είναι παγκόσμιας σημασίας, δεδομένου ότι το 90% του παγκόσμιου εμπορίου πραγματοποιείται μέσω της θαλάσσιας οδού. Η ελληνόκτητη ναυτιλία ενισχύει το σήμα που εκπέμπει ολόκληρη η ελληνική οικονομία προς όλους τους διεθνείς οικονομικούς εταίρους της.

Τέταρτον συμβάλλει στη δημοσιονομική εξυγίανση κατά τη διάρκεια της κρίσιμης αυτής περιόδου μέσω της συμφωνίας των εφοπλιστών με τον Πρωθυπουργό για ενίσχυση των φορολογικών εσόδων με την καταβολή επιπλέον φόρων.



Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας τόνισε: «Είναι πλέον κοινή πεποίθηση ότι παράλληλα με τις προσπάθειες άμεσης δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων παραγομένων αγαθών και υπηρεσιών, πρέπει να ληφθούν στρατηγικές αποφάσεις για το πού θέλουμε να οδηγήσουμε τη χώρα μακροπρόθεσμα. Η κυβέρνηση εθνικής ευθύνης θα συνεχίσει να εργάζεται με συνέπεια και αποφασιστικότητα προς αυτή την κατεύθυνση».



Ο πρόεδρος του Δ.Σ. του ΙΟΒΕ κ. Οδυσσέας Κυριακόπουλος στο χαιρετισμό του κατά την έναρξη της εκδήλωσης αναφέρθηκε στην σημασία της ποντοπόρου ναυτιλίας για την εγχώρια οικονομία, ειδικά στη σημερινή, εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία. Υπογράμμισε τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής προσθέτοντας ωστόσο ότι η έξοδος από την κρίση και η επιστροφή στην ανάπτυξη παραμένουν ζητούμενα. «Στην κατεύθυνση αυτή οφείλουμε να αναδιαμορφώσουμε το αναπτυξιακό πρότυπο της οικονομίας δίνοντας έμφαση σε όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας». «Η ηγετική θέση», συνέχισε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ, «που κατέχει η ελληνόκτητη ποντοπόρος ναυτιλία στην παγκόσμια αγορά και ο κατεξοχήν εξωστρεφής της χαρακτήρας, συνιστούν ένα από τα κύρια συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας που μπορούν και πρέπει να αποκτήσουν κυρίαρχη θέση στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας».

Στην παρέμβασή του ο κ. Θεόδωρος Βενιάμης, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, τόνισε την εξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας από τις θαλάσσιες μεταφορές και επομένως, από τον διεθνή εμπορικό στόλο, μεγάλο μερίδιο του οποίου είναι στα χέρια των Ελλήνων. «Ο εμπορικός στόλος αποτελεί το τέταρτο όπλο σε εποχές κρίσης και μία δυνατή ναυτιλία ενισχύει τη στρατηγική θέση της χώρας. Η ελληνική ναυτιλία λοιπόν μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε σύγχρονο ναυτιλιακό και εμπορικό σταυροδρόμι των ηπείρων».



Επιπροσθέτως, ο κ. Βενιάμης αναφέρθηκε στο στοίχημα που καλείται ο ελληνικός εφοπλισμός να κερδίσει, που είναι αυτό της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού πλοίου: « Η ναυτιλία προσφέρει αναντικατάστατες υπηρεσίες στο παγκόσμιο εμπόριο και νομοτελειακά θα συνεχίσει να υπάρχει. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιοί θα τη διαχειρίζονται και σε ποιά μέρη του κόσμου; Η απάντηση είναι εκεί όπου διατηρείται και αναπτύσσεται η ναυτιλιακή τεχνογνωσία και υποστηρίζεται η ανταγωνιστικότητα των στόλων».

Σε ό,τι αφορά την κριτική που ασκείται για το φορολογικό καθεστώς που διέπει την ελληνική ναυτιλία, τόνισε ότι: «Θέλω να διευκρινίσω για άλλη μία φορά ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι πανομοιότυπο με την πλειοψηφία των αντίστοιχων συστημάτων των κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και πολλών άλλων ναυτιλιακών κρατών εκτός Ευρώπης, και ειδικά όσο αφορά το ύψος των φορολογικών συντελεστών του, αυτοί είναι από τους υψηλότερους. Η ειρωνεία είναι ότι πρώτη η Ελλάδα εισήγαγε το εν λόγω φορολογικό σύστημα, τον ονομαζόμενο φόρο χωρητικότητας πλοίων, το οποίο αποτέλεσε το πρότυπο και την πηγή έμπνευσης για την ανάπτυξη και διαμόρφωση των φορολογικών συστημάτων των ανταγωνιστών μας. Απόλυτα δικαιολογημένη εξέλιξη, δεδομένου ότι η ιστορία διδάσκει ότι χώρες χωρίς φιλική ναυτιλιακή πολιτική και όραμα είναι χώρες χωρίς ναυτιλία.»





Ο κ. Άγγελος Τσακανίκας, Διευθυντής Έρευνας ΙΟΒΕ, στην ομιλία του αναφέρθηκε στη σημαντική συνεισφορά της Ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία και τη δυνητική συμβολή της στην έξοδο της Ελλάδας από την κρίση.



Παρουσιάζοντας ορισμένα από τα βασικά ευρήματα της μελέτης ο κ. Τσακανίκας σημείωσε ότι οι θαλάσσιες μεταφορές, κυρίως δε η ποντοπόρος ναυτιλία, συνεισφέρουν άμεσα σημαντικό μερίδιο του ΑΕΠ. «Συνυπολογίζοντας τις αλληλεπιδράσεις των κλάδων της ελληνικής οικονομίας, η συμβολή των θαλάσσιων μεταφορών στα κύρια οικονομικά μεγέθη της χώρας πολλαπλασιάζεται με αποτέλεσμα η τελική ζήτηση για θαλάσσιες μεταφορές να δημιουργεί στο σύνολο -άμεσα και έμμεσα- 13,3 δισεκ.ευρώ  εγχώρια προστιθέμενη αξία, ήτοι περίπου 6,1% του ΑΕΠ της χώρας». Έτσι, σημειώνεται στη μελέτη, «για κάθε 1.000 ευρώ  που καταγράφονται ως προστιθέμενη αξία των υδάτινων μεταφορών, δημιουργούνται περίπου 1.575 ευρώ σε προστιθέμενη αξία στο σύνολο των κλάδων ελληνικής οικονομίας».

 Καταλήγοντας ο κ. Τσακανίκας σημείωσε ότι η μελέτη του ΙΟΒΕ περιλαμβάνει σειρά από προτάσεις πολιτικής για επέκταση των εργασιών της ναυτιλίας με την εφαρμογή των οποίων η δυνητική συνεισφορά της ποντοπόρου ναυτιλίας σε όρους εγχώριας προστιθέμενης μπορεί να πλησιάσει το 10% του ΑΕΠ ετησίως ενώ η δυνητική απασχόληση μπορεί να  ξεπεράσει τις 550 χιλ. θέσεις εργασίας.